- παρουσιάζω
- apporter
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παρουσιάζω — παρουσιάζω, παρουσίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… … Dictionary of Greek
παρουσιάζω — παρουσίασα, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος 1. δείχνω, προσκομίζω: Παρουσίασε ως μάρτυρες τους γείτονές του. 2. συστήνω, γνωρίζω κάποιον σε άλλον ή σε άλλους: Ο Γυμνασιάρχης παρουσίασε στους μαθητές το νέο τους καθηγητή. 3. μέσ., παρουσιάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρουσιάζοντα — παρουσιάζω to be present pres part act neut nom/voc/acc pl παρουσιάζω to be present pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσιάζοντι — παρουσιάζω to be present pres part act masc/neut dat sg παρουσιάζω to be present pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπαρουσιάζομαι — παρουσιάζω ή συνιστώ τον εαυτό μου σε κάποιον … Dictionary of Greek
λανσάρω — παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά, θέτω σε κυκλοφορία, διαδίδω, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lancer < μεταγενέστ. λατ. lanceare «χρησιμοποιώ τη λόγχη»] … Dictionary of Greek
παρουσιάζειν — παρουσιάζω to be present pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσιάζοντος — παρουσιάζω to be present pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσιάσαντες — παρουσιάζω to be present aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσιάσαντος — παρουσιάζω to be present aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)